- Νικάνορα
- Νικάνωρmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άδασα — Χωριό της Παλαιστίνης όπου, το 161 π.Χ., οΙούδας ο Μακκαβαίος νίκησε τον Νικάνορα, στρατηγό του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου του Ευπάτορα. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν οΝικάνωρ και 35.000 από τους άντρες του. Το κεφάλι του Νικάνορα μεταφέρθηκε στην… … Dictionary of Greek
Ζάβορδας (Οσίου Νικάνορος), μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Γρεβενών, στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γρεβενών. Η ονομασία του οφείλεται σε ομώνυμο χωριό που υπήρχε κοντά στη μονή. Χτίστηκε το 1534 από … Dictionary of Greek
Ιούδας ο Μακκαβαίος — (; – 160 π.Χ.). Τρίτος γιος του ιερέα Ματταθία, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στην αρχηγία της επανάστασης των Εβραίων για θρησκευτική ελευθερία (166 π.Χ.) εναντίον του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. H πολεμική σύρραξη άρχισε όταν o Αντίοχος… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… … Dictionary of Greek
φωκίων — (περίπου 397 – 318 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός της ολιγαρχικής παράταξης. Το 349 κέρδισε μια μάχη στις Ταμύνες της Ευβοίας κατά των Ευβοέων, που είχαν αποστατήσει, χωρίς όμως να πετύχει οριστικά αποτελέσματα. Μολονότι είχε πιστέψει… … Dictionary of Greek
Αίνη ή Αίνο — Μηδική θεότητα, που είχε πολυτελή ναό στα Εκβάτανα. Παρότι ο ναός αυτός είχε συληθεί από τους Μακεδόνες, στις εισβολές του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Σέλευκου του Νικάνορα, σωζόταν ακόμα όταν μπήκε στα Εκβάτανα ο Αντίοχος Γ’, βασιλιάς της Συρίας… … Dictionary of Greek
Γεννήσεως Προδρόμου, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι στον νομό Ιωαννίνων, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης. Επιγραφή στον τοίχο της εκκλησίας αναφέρει ως χρονολογία ίδρυσής του το 1614 και ως ιδρυτή έναν ηγεμόνα της Βλαχίας, ηπειρωτικής… … Dictionary of Greek
Δούρα ή Ευρωπός — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, χτισμένη στη δυτική όχθη του Ευφράτη, κοντά στον σημερινό οικισμό Σαλιχίγια. H πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 300 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό του Αντίγονου, Νικάνορα. Αργότερα μετονομάστηκε σε Ευρωπό από τον Σέλευκο Α’.… … Dictionary of Greek
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Δελβινάκι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 96 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά μόνο 37 ιερείς. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί οι αρχιερατικές επιτροπείες Πωγωνίου Κονίτσης… … Dictionary of Greek
Λάδη — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων.… … Dictionary of Greek